ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ (ΑΥΤΟ)ΑΜΥΝΑ

Από την: Ιωάννα Σοροβού

Αρκετά συχνά στην καθημερινή ζωή, έχει τύχει να ακούσουμε για περιπτώσεις εγκλημάτων πως ο δράστης βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Στην πραγματικότητα με την «αυτοάμυνα» αναφερόμαστε στο ατομικό δικαίωμα άμυνας που ανάγεται στο κράτος δικαίου και κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 του Ποινικού Κώδικα. Περιλαμβάνεται στο δικαίωμα της αντίστασης με κάθε μέσο και ως εκ τούτου ο εν δυνάμει αμυνόμενος μίας επίθεσης δεν είναι υποχρεωμένος να την αποκρούσει.

Στην §2 του άρ. 22 ορίζεται ότι «άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους». Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι οι δύο βασικές προϋποθέσεις της είναι η αμυντική πράξη και η κατάσταση άμυνας, η οποία δημιουργείται με την ύπαρξη παρούσας και άδικης επίθεσης κατά του ίδιου του αμυνόμενου ή κατά κάποιου άλλου. Η επίθεση όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 συνίσταται σε ανθρώπινη συμπεριφορά που θέτει σε κίνδυνο έννομα αγαθά άλλου. Κατά συνέπεια δεν συγκαταλέγονται στην έννοια της επίθεσης «πράξεις» προερχόμενες από ζώα ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά φαινόμενα, περιπτώσεις αμοιβαίας επίθεσης και μη-πράξεις όπως οι αντανακλαστικές κινήσεις.

Επιπλέον η επίθεση πρέπει να είναι άδικη και παρούσα. Από τη μία πλευρά άδικη, κατά τον Ανδρουλάκη είναι «η επίθεση που απειλεί ένα έννομο αγαθό (κατά πραγματική ή επικείμενη) παράβαση του οικείου προστατευτικού κανόνα, δεν καλύπτεται από κάποιον λόγο άρσης του αδίκου και πλήττει την παγιωμένη ειρηνική έννομη τάξη κατά την εμπειρική ισχύ της», ενώ κατά τον Μυλωνόπουλο είναι «η επίθεση όταν αντιφάσκει προς το δίκαιο ως όλο και επομένως αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη. Του νόμου μη διακρίνοντος η επίθεση δεν απαιτείται να είναι και αξιόποινη συμπεριφορά». Βέβαια για να στοιχειοθετηθεί άδικη επίθεση πρέπει μεν να απειλείται έννομο αγαθό αλλά και η πράξη δε να είναι άδικη, να πλήττει την ειρηνική έννομη τάξη, ώστε να δικαιολογείται η άμυνα ως «αντίδραση» του δράστη.

Από την άλλη, κατά τον Μυλωνόπουλο παρούσα είναι η επίθεση «όταν η προσβολή του εννόμου αγαθού επίκειται άμεσα, άρχισε και συνεχίζεται ακόμη χωρίς να έχει αποπερατωθεί», ενώ ο Ανδρουλάκης συμπεριλαμβάνει στην παρούσα επίθεση την περίπτωση μη τετελεσμένης επίθεσης, όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια να αποκρουσθεί και εν τέλει να αποκατασταθεί η βλάβη του εννόμου αγαθού. Κατά συνέπεια μέχρι να ολοκληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος η επίθεση είναι παρούσα, γεγονός ευδιάκριτο ιδιαίτερα στα διαρκή εγκλήματα αλλά ισχύον και σε ορισμένες περιπτώσεις στιγμιαίων εγκλημάτων όπως το παράδειγμα του κλέφτη που τρέπεται σε φυγή μαζί με τα κλοπιμαία από το σπίτι και ο ιδιοκτήτης τον καταδιώκει προσπαθώντας να τα ανακτήσει.

Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τους δοθέντες ορισμούς είναι ότι τυχόν προληπτικά μέτρα για ενδεχόμενη μελλοντική επίθεση, ακόμα κι αν η επίθεση αυτή είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στα πλαίσια της άμυνας ούτε και με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22. Αντίστοιχα, τα αυτόματα αμυντικά μηχανήματα και η διατήρηση άγριων σκύλων θα αξιολογηθεί ως άμυνα εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας επίθεσης.

Παραπάνω έγινε αναφορά στα έννομα αγαθά, τα οποία απειλούνται με την επίθεση και που μπορούν να είναι δεκτικά άμυνας. Ποια είναι όμως εκείνα στα οποία παραπέμπει το άρθρο 22; Πρόκειται λοιπόν μόνο για ατομικά έννομα αγαθά όπως η ζωή, η υγεία, η προσωπική ελευθερία, το απόρρητο του ιδιωτικού βίου, η περιουσία κλπ, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ελληνική έννομη τάξη. Τα υπερατομικά έννομα αγαθά που ανήκουν στο κράτος ή στο κοινωνικό σύνολο, όπως η δημόσια τάξη, η εδαφική ακεραιότητα της χώρας κτλ, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα δράσης του συγκεκριμένου άρθρου καθώς η προστασία τους παραπέμπει περισσότερο σε αστυνομικά καθήκοντα. Όσον αφορά το υποκείμενο αυτών, μπορεί να είναι είτε ο αμυνόμενος είτε τρίτος -καθιερώνοντας έτσι την άμυνα υπέρ τρίτου- αλλά σε καμία περίπτωση ο ίδιος ο επιτιθέμενος.

Στο άρθρο 22 γίνεται λόγος για το δεύτερο στοιχείο της άμυνας, την αμυντική πράξη, δηλαδή την «αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση». Από την παραπάνω διατύπωση συνάγεται ότι επιτρέπεται η ενεργητική απόκρουση, η «αντεπίθεση» του αμυνόμενος, και είναι δυνατή η προσβολή αγαθών του επιτιθέμενου, καταρχήν όμως όχι τρίτων. Η προσβολή αγαθών τρίτων κατά την κρατούσα άποψη καλύπτεται από την άμυνα μόνο εάν γίνεται κατά πραγμάτων, για παράδειγμα αν ο αμυνόμενος καταστρέψει το μπαστούνι του Β με το οποίο τον απειλεί ο επιτιθέμενος. Επιπλέον, εφόσον και η δική τους επίθεση είναι παρούσα παράλληλα με εκείνη του αυτουργού, επιτρέπεται άμυνα και κατά των συμμετόχων.

Βέβαια, η αμυντική πράξη ως αναγκαία προσβολή δικαιολογείται εφόσον είναι πρόσφορη να αποκρούσει άμεσα και οριστικά την επίθεση. Η προσφορότητα της άμυνας λαμβάνεται υπόψιν σε συνάρτηση με την αρχή του ηπιότερου μέσου, σύμφωνα με την οποία ο αμυνόμενος οφείλει να επιλέξει από τα πλείονα μέσα που ήταν πρόσφορα, το ηπιότερο. Η κρίση για την προσφορότητα γίνεται αντικειμενικά, με τα βάση τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή και όχι με όσα γνωστοποιήθηκαν στη συνέχεια.

Τι συμβαίνει όμως εάν ο αμυνόμενος μπορούσε να ξεφύγει της επίθεσης με το να τραπεί σε φυγή; Αίρεται το άδικο της πράξης; Σύμφωνα με τη νομολογία, εάν μπορούσε να την αποφύγει χωρίς να θιγεί η τιμή και η αξιοπρέπειά του, δεν στοιχειοθετείται άμυνα. Ο Μυλωνόπουλος αντίθετα υποστηρίζει ότι αυτή η άποψη δεν είναι ορθή διότι «το δίκαιο δεν πρέπει να υποχωρεί προ του αδίκου» και η φυγή δεν είναι απόκρουση της επίθεσης όπως επιτρέπεται από το άρθρο 22.

Όσον αφορά το μέτρο της άμυνας, η §3 του ίδιου άρθρου αναφέρει ότι «κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις». Κατά συνέπεια απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση της άμυνας διότι έτσι η διατάραξη της έννομης τάξης που θα προκληθεί θα είναι εντονότερη από εκείνη της ίδιας της επίθεσης. Εάν υπάρξει παράβαση των ορίων, η πράξη τιμωρείται σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 23, διότι ο αμυνόμενος κατέληξε να προκαλέσει στον επιτιθέμενο βλάβη μη απολύτως αναγκαία.

Ως εκ τούτου, αν η υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου έγινε με πρόθεση, ο πράττων θα τιμωρηθεί με ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 ενώ εάν έγινε από αμέλεια, θα του επιβληθεί η ποινή του εξ αμελείας εγκλήματος, αρκεί βέβαια το έγκλημα να τιμωρείται ακόμα κι αν πράττεται εξ αμελείας. Ατιμώρητος θα μείνει αν ξεπέρασε τα όρια της άμυνας λόγω φόβου ή ταραχής, καθώς συνιστούν ασθενικές αψιθυμίες με χαρακτηριστικό τους την συστολή του εγώ.

Εκτός από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις της άμυνας πρέπει να υπάρχει και ένα υποκειμενικό στοιχείο που να δικαιολογεί την αμυντική πράξη. Αυτό το στοιχείο είναι η γνώση του αμυνόμενου ότι συντρέχει αντικειμενικά κατάσταση ανάγκης και η βούληση να δράσει με σκοπό να υπερασπισθεί τα έννομα αγαθά του ίδιου ή τρίτου. Σε περίπτωση που εκλείπουν αυτά τα στοιχεία, ο πράττων κατά το προϊσχύσαν δίκαιο τελούσε απρόσφορη απόπειρα, ενώ μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο αντιμετωπίζει το πλήρως αξιόποινο της πράξης.

Η άμυνα ως λόγος άρσης του αδίκου, κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην υπεράσπιση του εαυτού του, ενώ ταυτόχρονα τονώνει το αίσθημα αλληλοβοήθειας μεταξύ των κοινωνών σε καταστάσεις ανάγκης. Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονη εγκληματικότητα τόσο στους δρόμους όσο και μέσα στα σπίτια, με όλο και περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας να έρχονται στο φως, είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε ότι έχουμε δικαίωμα να προστατευτούμε αλλά και να προστατεύσουμε και πως αυτό το δικαίωμα της άμυνας που κατοχυρώνεται στον Ποινικό Κώδικα είναι σαφές διατυπωμένο και περιλαμβάνει δικλείδες ασφαλείας για την ορθή και δίκαιη εφαρμογή του. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο που όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στην εκμάθηση πολεμικών τεχνών ώστε να εξασκηθούν σε τεχνικές αυτοάμυνας για να μπορούν να αντιμετωπίσουν εγκληματικές καταστάσεις, με κάποιες πολεμικές τέχνες να έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την αυτοάμυνα, όπως το Krav Maga.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Χριστός Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2020

Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος I, Π. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2006

Leave a comment