Ο RISHI SUNAK ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ…

Από τη: Μαρία Δουραμάνη

Στις 24 Οκτωβρίου 2022, ένας χρήστης του Twitter «τιτιβίζει»: «Το να λες ότι η άνοδος του Rishi Sunak στην πρωθυπουργία αποτελεί νίκη για τη φυλετική ισότητα είναι η χειρότερη μορφή της πολιτικής των ταυτοτήτων. [Ο Rishi Sunak] Κόμπαζε για το γεγονός ότι έπαιρνε χρήματα από υποβαθμισμένες αστικές περιοχές για να χρηματοδοτήσει τις πλούσιες λευκές, ενώ υποστήριζε μια κυβέρνηση η οποία, σύμφωνα με τον Ο.Η.Ε., προσπαθεί να κανονικοποιήσει την ανωτερότητα των λευκών. Αλλά είναι καφετής. Οπότε…;».

Ο χρήστης αυτός δεν είναι ο μόνος. Πολλοί άλλοι έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους για το γεγονός ότι ο Rishi Sunak επαινείται, μόνο και μόνο επειδή είναι ο πρώτος Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με ινδική καταγωγή. Η περίπτωσή του είναι ίσως η πιο τρανταχτή νίκη της πολιτικής της ταυτότητας (identity politics): Ένας μετανάστης από μια πρώην αποικία (ο τόπος καταγωγής του σήμερα ανήκει στο Πακιστάν) κατάφερε να ανέλθει στο ανώτερο αξίωμα της χώρας υποδοχής του. Τι καλύτερο από το να μη βλέπεις πουθενά χρώματα; Πόσω μάλλον αν συνυπολογίσουμε πως οι πολιτικές της ταυτότητας συνιστούν έναν τρόπο να αξιολογήσουν θετικά τη «διαφορετικότητά» τους μέλη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων συσπειρούμενων στη βάση της περιθωριοποίησης, την οποία έχουν διαχρονικά υποστεί τα άτομα τα οποία τις δομούν.

Υπό αυτήν την έννοια, ο Rishi Sunak εκπροσωπεί την πλουραλιστική βρετανική κοινωνία, ανανοηματοδοτώντας την πολυπλοκότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας. Είναι ένας πολιτικός ο οποίος, όπως δηλώνει, δεν έχει αποκόψει τους δεσμούς του με τη Μητέρα Πατρίδα. Το γεγονός ότι είναι Βρετανός δε σημαίνει πως δεν είναι κυρίως και πάνω από όλα Ινδός. Εξασκεί, εξάλλου, καθημερινά τον Ινδουισμό, ενώ η γυναίκα του χρησιμοποιεί ινδικό διαβατήριο. Είναι ένας «σωστός Ινδός», όπως αυτή η έννοια γίνεται αντιληπτή από τη ρητορική την οποία προσπαθεί να καθιερώσει η ινδική κυβέρνηση. Στα μάτια της είναι, ίσως, κάποιο είδος εκδίκησης για τα χρόνια κατά τα οποία η αχανής αυτή χώρα ήταν βρετανική αποικία, αφού τώρα ένας συμπατριώτης κατέχει το ανώτερο αξίωμα και κυβερνά εκείνους οι οποίοι τους κυβερνούσαν κάποτε. Για το μέσο Ινδό, μετανάστη ή μη, ο Rishi Sunak έχει πολύ μεγάλη συμβολική σημασία, καθώς αποδεικνύει ιδίαις πράξεσι πως το φυλετικό προνόμιο δεν είναι απροσπέλαστο, πως κάποιος «σαν κι αυτούς» μπορεί να αξιοποιήσει ευκαιρίες οι οποίες άλλοτε δε θα τού δίνονταν. Μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί του: «Αυτός τα κατάφερε. Γιατί όχι και εγώ;». Είναι, άλλωστε, η ώρα οι Ινδουιστές, η «ιδανική μειονότητα» στη Μεγάλη Βρετανία, να επιβραβευθούν για όλα όσα προσέφεραν σε εκείνη: πόρους, γνώσεις, ανθρώπους. Ο Rishi Sunak έχει πολύ μεγάλη συμβολική και συμβολιστική σημασία, η οποία δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

Είναι, όμως, όντως έτσι; Δυστυχώς, η προσέγγιση αυτή είναι υπερβολικά απλουστευτική για ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα και η αξιοποίηση του μοντέλου της πολιτικής των ταυτοτήτων αδυνατεί να καλύψει τις «αποκλίνουσες» περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να συμπορευτούν με αυτήν του Rishi Sunak στη λογική του διαγενεακού τραύματος. Με γονείς ινδικής καταγωγής, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ανατολική Αφρική (καταφύγιο των ανώτερης τάξης Ινδών την περίοδο της αποικιοκρατίας) και ήρθαν αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία, το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε σίγουρα ήταν προνομιούχο. Ας μην ξεχνάμε, βεβαίως, πως η «καλή» ινδική κοινωνία συνεργάστηκε με τους Βρετανούς, σχημάτισε δεσμούς μαζί τους και υιοθέτησε τις συνήθειες και τις ιδέες τους. Το προνόμιο του Rishi Sunak αποδεικνύεται περαιτέρω από το ότι σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Στάνφορντ και καταλαμβάνει τη θέση του πλουσιότερου Πρωθυπουργού, αφού μαζί με τη σύζυγό του, Akshata Murthy, κόρη ενός από τους πλουσιότερους άνδρες της Ινδίας, του Narayana Murthy, έχουν περιουσία ύψους 730 εκατομμυρίων λιρών. Αδιαμφισβήτητα, είναι από τους ευνοημένους του καπιταλιστικού συστήματος.

Με αυτά τα χαρακτηριστικά, ίσως φαίνεται κάπως αντιφατικό το ότι ο Rishi Sunak επέλεξε να ανοίξει την εκστρατεία του για την ηγεσία του Συντηρητικού κόμματος με ένα βίντεο το οποίο πρώτα από όλα περιγράφει την έλευση της γιαγιάς του στο Ηνωμένο Βασίλειο (αγκαλιάζοντας και προβάλλοντας τη φυλετική του ταυτότητα), αλλά, από την άλλη, δηλώνει ότι η πολιτική του ταυτότητα δεν έχει σφυρηλατηθεί (και) από το ρατσισμό. Ωστόσο, η υπερπροβολή της ινδικής καταγωγής παρουσιάζεται εξαιρετικά συμφέρουσα πολιτικά, αφού η πλειοψηφία των Ινδών μεταναστών στη Μεγάλη Βρετανία ψηφίζει τους Συντηρητικούς, κάτι το οποίο θα πράξει και πάλι, εφόσον ο Αρχηγός του Κόμματος μοιράζεται το ίδιο εθνοτικό υπόβαθρο με εκείνους. Εν ταυτώ τω χρόνω, οι Συντηρητικοί εξασφαλίζουν πολιτικό κεφάλαιο, αντιστρέφοντας την πολιτική των ταυτοτήτων προς δικό τους όφελος: Με την αποικιοκρατία ως μελανό σημείο στη βρετανική ιστορία, οι Συντηρητικοί, επιλέγοντας το Rishi Sunak, δείχνουν αφενός ότι ασκούν πολιτική με όχημα τις ιστορίες των μεταναστών και αφετέρου ότι έτσι κλείνουν χαριέντως την πολιτικά ενοχλητική συζήτηση για το ρατσισμό. Αφού ο κάτοχος του ανώτερου αιρετού αξιώματος του κράτους είναι Ινδός, εξαλείψαμε το ρατσισμό!

Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο Πρωθυπουργός δεν είναι λευκός, ουδεμία λύση δίνει ουσιαστικά από μόνο του, διότι μας εμποδίζει να κρίνουμε την πολιτική και την ηθική του ως δημόσιου λειτουργού. Η φαινομενικά καθόλου μισαλλόδοξη κυβέρνηση των Συντηρητικών και ο Rishi Sunak ο ίδιος, ισχυριζόμενοι ότι ο ρατσισμός δεν υπάρχει, δε δίνουν λύση στο σκάνδαλο Windrush, το οποίο πήρε το όνομά του από το πλοίο το οποίο μετέφερε μετανάστες, υπηκόους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από τις Δυτικές Ινδίες στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1950. Το 2018 αποκαλύφθηκε ότι το βρετανικό Υπουργείο Μετανάστευσης προέβαινε για χρόνια σε παράνομη κράτηση, στέρηση δικαιωμάτων και (απειλές για) απέλαση των μεταναστών αυτών οι οποίοι έφταναν στη χώρα. Μέχρι και σήμερα, δεν έχει διαπιστωθεί ο πλήρης κατάλογος των θυμάτων ούτε έχουν δοθεί αποζημιώσεις στους παθόντες.

Αυτό αποτελεί απλώς ένα μικρό κομμάτι ενός μεγαλύτερου παζλ, το οποίο δείχνει ουσιαστικά ότι με το τέλος της αποικιοκρατίας μετακυλίστηκε η δύναμη από τη μία, την ξενόφερτη ελίτ, στην άλλη, στην εγχώρια. Ο Rishi Sunak κατάγεται από αυτήν την ελίτ και ουδέποτε το αρνήθηκε: Είναι Βραχμάνος, μέλος της ανώτερης κάστας της ινδικής κοινωνίας. Παρ’ ότι δε το σύστημα των καστών είναι νομικά καταργηθέν πλέον, στην πράξη συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα. Τον χωρίζουν πολύ περισσότερα με τον Ινδό μετανάστη ο οποίος ήρθε τώρα στη Μεγάλη Βρετανία και εργάζεται ως οδηγός παρά με τους λευκούς συμφοιτητές του στην Οξφόρδη. Υιοθετεί το αφήγημα του Ινδού ο οποίος κάνει περήφανη τη γεννήτορα χώρα, αλλά είναι υποκριτικό να ισχυρίζεται πως πέτυχε, απλώς και μόνο γιατί είναι ικανός και γιατί οι φυλετικές διακρίσεις ανήκουν στο παρελθόν. Παραγνωρίζει, έτσι, το προβάδισμα το οποίο είχε έναντι των λιγότερο προνομιούχων συμπατριωτών του ήδη από την παιδική του ηλικία, καθώς και ότι χάρη σε αυτό δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα τα οποία (ενδεχομένως) αντιμετώπισαν εκείνοι.

Η πολιτική των ταυτοτήτων δεν είναι εντελώς στρεβλή στο θεμέλιό της, αφού το επιδιωκόμενο μέσω αυτής, κατ’ ουσίαν, είναι ίσες ευκαιρίες για όλους, ανεξάρτητα από τα μέσα τα οποία (δε) διαθέτουν αυτοί. Σκοπός της είναι η ορατότητα και είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτή είναι απαραίτητη για τις ομάδες οι οποίες διαχρονικά στερούνταν ευκαιρίες για πολιτικούς, ταξικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς και έμφυλους λόγους. Άνθρωποι προερχόμενοι από τέτοιες περιθωριοποιημένες ομάδες, οι οποίοι, αξιοποιώντας την πολιτική των ταυτοτήτων, καταφέρνουν να αντιπαρέλθουν τα υφιστάμενα εμπόδια, τελούν ως σύμβολα για τους ομοίους τους. Είναι σημαντικό να βλέπει κανείς κάποιον ο οποίος τού μοιάζει να βρίσκεται σε θέσεις δυσπρόσιτες, γιατί στέλνει το μήνυμα ότι η κατάκτησή τους είναι εφικτή. Ιδιαίτερα σε τομείς όπως η πολιτική, όπου πολλές φορές δεν έχει σημασία τόσο το περιεχόμενο του μηνύματος όσο ο πομπός του, γίνεται ευκόλως αντιληπτό πως η συμβολιστική λειτουργία της πολιτικής της ταυτότητας επιτελεί πλέον κομβικότατο ρόλο.

Ακόμα και στη χώρα μας έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τις πολιτικές της ταυτότητας όσον αφορά στις έμφυλες διακρίσεις. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, στο μέλλον αυτή να επεκταθεί και στις φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, εφόσον η Ελλάδα καθίσταται ολοένα και περισσότερο χώρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων. Η νομική αποτύπωση, όμως, του συστήματος αυτού είναι προβληματική. Για παράδειγμα, ακόμα και το πιο στοιχειώδες μέτρο σύμφωνης με αυτό «θετικής δράσης» (affirmative action), οι ποσοστώσεις, πολώνουν το κοινό. Είναι δυσεπίλυτο το ζήτημα αυτό σε ευρύτερο πλαίσιο, γιατί η ταυτότητα είναι ένα αρκετά υποκειμενικό θέμα και η εισαγωγή υποκειμενικών κριτηρίων σε αμιγώς νομικά ζητήματα εγκυμονεί κινδύνους για την αντικειμενική νομική μεταχείριση των περιπτώσεων αυτών. Κυρίως, όμως, ο κίνδυνος έγκειται στην επιλογή και ανάδειξη ανθρώπων, απλώς και μόνο γιατί ταιριάζουν στην «εικόνα», στο σύμβολο, ενώ αυτό το οποίο πραγματικά χρειάζεται είναι η παροχή δυνατότητας σε όλους να συμμετάσχουν στο παιχνίδι και η αμερόληπτη αξιολόγησή τους.

Προτάσσοντας μόνο το φυλετικό προνόμιο, το οποίο ομολογουμένως ο Rishi Sunak στερείται, εμποδίζουμε να ανέλθουν στην επιφάνεια τα υπόλοιπα προνόμια τα οποία αυτός διαθέτει: το ταξικό προνόμιο, το έμφυλο προνόμιο. Πέφτουμε, έτσι, στην «παγίδα της ταυτότητας», καθώς ουδεμία σχετική ρητορική μπορεί να απορροφήσει πλήρως όλες τις εκδοχές της διαφορετικότητας. Τα προνόμια λειτουργούν σε τάξη επαλληλίας: Το ένα δεν αποκλείει το άλλο· μπορούν να συνυπάρχουν δίπλα δίπλα. Συχνά, όμως, λειτουργούν και ιεραρχικά: Εν προκειμένω, διακρίνεται ότι το ταξικό προνόμιο υπερκερνά το φυλετικό, με το τελευταίο, μάλιστα, να εξυπηρετεί το πρώτο. Είναι σημαντικά τα σύμβολα, αλλά δεν αρκούν. Ο Rishi Sunak είναι ένα σύμβολο, αλλά, εάν η αντίληψη του κοινού για αυτόν περιορίζεται στη φυλή του και όχι στο πολιτικό του όραμα, τότε τον βλέπουμε μόνο ως χρώμα και όχι ως άνθρωπο.

Κλείνοντας, είναι αδιαπραγμάτευτο, η πολιτική είναι συνυφασμένη με το façade. Ο Rishi Sunak, ωστόσο, δεν κέρδισε την πρωθυπουργία, επειδή εφάρμοσε τις ιδέες της πολιτικής των ταυτοτήτων, αλλά ακριβώς επειδή τις αντέστρεψε προς όφελός του, με το κλειδί για τη νίκη του να βρίσκεται κυρίως στην εδώ και τριάντα χρόνια γνωστή ατάκα του James Carville: “It’s the economy, stupid!”.

Leave a comment